- αερόθερμο
- τοσυσκευή θέρμανσης που ζεσταίνει το χώρο στέλνοντας ρεύμα θερμού αέρα: Ένα δωμάτιο του σπιτιού μας το ζεσταίνουμε με αερόθερμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αερόθερμο — το τεχνολ. αυτόνομη συσκευή θερμάνσεως αέρα, που περιλαμβάνει διάταξη παραγωγής θερμότητας και ανεμιστήρα έτσι, ώστε ο θερμός αέρας να διοχετεύεται στον χώρο που θέλουμε να θερμανθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ, έρος + θερμός, πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
αερόθερμος — η, ο 1. αυτός που θερμαίνεται με ζεστό αέρα 2. το ουδ. ως ουσ. το αερόθερμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ, έρος + θερμός, πρβλ. γαλλ. aerotherme] … Dictionary of Greek